παράβλημα — that which is thrown beside neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράβλημα — Εξάρτημα που χρησιμοποιείται για τη μείωση της έντασης των χτυπημάτων ενός πλοίου πάνω στην προβλήτα ή στα πλευρά άλλου πλοίου. Λέγεται και στρωμάτσο. Τα π. κρεμιούνται πριν από το άραγμα ή στερεώνονται στα σημεία εκείνα που δέχονται τα χτυπήματα … Dictionary of Greek
παραβλημάτων — παράβλημα that which is thrown beside neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλήματα — παράβλημα that which is thrown beside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλήματι — παράβλημα that which is thrown beside neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλήματος — παράβλημα that which is thrown beside neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAPITUM Animalis — quod vendere militem vetat Aurelianus Imperator apud Vopiscum, c. 7. pabulum iumentorum est, ut Ammian. interpretatur, l. 22. quomodo vox accipitur in l. 7. 13. 17. Cod. Theodos. de Erogat. milit. ann. et alibi, et palea vettitur, l. 9. Capitatio … Hofmann J. Lexicon universale
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
ρίπος — ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῑπος, τὸ, Α νεοελλ. ναυτ. 1. πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά σχοινιά και να τά προστατεύει από την τριβή 2. φρ. «ρίπος σύγκρουσης» ή «ρίπος Μακάροφ» ορθογώνιο… … Dictionary of Greek
στρωμάτσα — η, Ν ναυτ. παράβλημα σχηματιζόμενο από παλαιά σχοινιά ή πανιά που κρέμεται στα πλευρά τού πλοίου για να τό προφυλάσσει από τις κρούσεις και την τριβή με την προβλήτα ή άλλα αγκυροβολημένα πλοία, αλλ. μάλαγμα … Dictionary of Greek